στόμαργος — noisily prating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμαργον — στόμαργος noisily prating masc/fem acc sg στόμαργος noisily prating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάργου — στόμαργος noisily prating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάργῳ — στόμαργος noisily prating masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
γλώσσαλγος — η, ο (AM γλώσσαλγος και γλώσσαργος, ον) αυτός που μιλάει μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλώσσαργος < γλώσσα + αργός (1)* «ταχύς» (πρβλ. στόμαργος), ενώ ο παράλληλος και σπανιότερος τ. γλώσσαλγος < γλώσσα + άλγος… … Dictionary of Greek
στομάργης — ὁ, Α βλ. στόμαργος … Dictionary of Greek
στομαργία — ἡ, Α [στόμαργος] ακατάσχετη φλυαρία … Dictionary of Greek
στρύμαργος — ον, Α βλ. στόμαργος … Dictionary of Greek
στυμάργης — ὁ, Α βλ. στόμαργος … Dictionary of Greek